Αφιερωμένο εξαιρετικά στη μνήμη των μελών του πληρώματος του ελικοπτέρου
του Πολεμικού μας Ναυτικού (Σημαιοφόρος Έκτορας Γιαλοψός και
Αρχικελευστές Χριστόδουλος Καραθανάσης και Παναγιώτης Βλαχάκος), που
χάθηκαν εκείνη τη νύκτα κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, και στα
χιλιάδες Ελληνόπουλα που, ενώ ήταν έτοιμα στις επάλξεις για την ύψιστη
θυσία, έμειναν με το ερώτημα «Γιατί κάναμε έτσι πίσω ; Πολεμήσαμε και
νικηθήκαμε ;».
Η χειμωνιάτικη νύχτα της 30 προς 31 Ιαν 1996 ήταν διαβολεμένη … Το κρύο
ήταν τσουχτερό και ο δυνατός βοριάς μαστίγωνε με το ψιλόβροχο τους
«τυχερούς» που έβρισκε στο δρόμο του. Και ήταν πολλοί …
Η Μονάδα, όπως και όλες οι άλλες Μονάδες του ακριτικού μας νησιού, από
νωρίς το απόγευμα ήταν σε ετοιμότητα για άμεση εκκένωση του Στρατοπέδου
και επάνδρωση του τομέα ευθύνης της. Κοντά στα μεσάνυχτα η διαταγή που
ήλθε με κωδικοποιημένο σήμα ήταν λιτή και κοφτή σαν τα αστροπελέκια που
έφερνε μαζί της η καταιγίδα :
«Η Μονάδα να έχει ετοιμότητα με το πρώτο φώς για Άμυνα επί της τοποθεσίας της βάσει σχεδίων.».
Ο Διοικητής διάβαζε σιωπηλός το σήμα, ενώ οι Αξιωματικοί του περίμεναν με κομμένη την ανάσα.
Μία βαθειά αναπνοή και μία αποφασιστική φράση : «Ήρθε η ώρα. Φύγαμε !».
Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο … Το προσωπικό της Μονάδας, καλά εκπαιδευμένο
και προετοιμασμένο για την ώρα αυτή, ξεχύθηκε από το Στρατόπεδο προς
τις ακτές για να καταλάβει τις θέσεις μάχης και να προετοιμαστεί για να
εκτελέσει την αποστολή του. Και ο τελευταίος στρατιώτης ήξερε καλά τι
έπρεπε να κάνει. Πίσω έμεινε μόνο ο Υποδιοικητής της Μονάδας με 2-3
στρατιώτες, για την κατάταξη των ντόπιων εφέδρων, που ήδη είχαν αρχίσει
να έρχονται, έτοιμοι για όλα
Ήξεραν όλοι καλά ότι η νύχτα θα ήταν μακριά, επειδή σε λίγες ώρες θα
έπρεπε να κάνουν όσα προβλεπόταν από τα επιχειρησιακά σχέδια να γίνουν
σε 3-4 μέρες. Και ο παλιόκαιρος δεν βοηθούσε καθόλου.
Η προσπάθεια ήταν τιτάνια από όλους. Όλοι είχαν πάρει προσωπικά την
υπόθεση Ο χρόνος σμικρύνθηκε σε απίστευτο βαθμό και τα πάντα
υλοποιούνταν με μία ομαδική εργασία πρωτόγνωρης αποτελεσματικότητας. Οι
άσχημες καιρικές συνθήκες δεν είχαν καμία σημασία.
Και ο Διοικητής ; Ένοιωθε πως είχε έλθει και η δική του ώρα. Και ο
Σταθμός Διοικήσεως της Μονάδας δεν τον χωρούσε ... Έπρεπε να βρεθεί
μπροστά στην ακτή, κοντά στους άντρες του. Άφησε στο πόδι του τον Λοχαγό
του Λόχου Διοικήσεως, πήρε μαζί του ένα αυτόματο (έτσι να βρίσκεται,
γιατί ένα πιστόλι τι να σου κάνει), ανέβηκε στο τζιπ και έφυγε …
Ξεκινώντας, ούτε που φανταζόταν το μεγαλείο που θα συναντούσε στο δρόμο
του και πόσο αυτό το μεγαλείο θα τον σημάδευε για την υπόλοιπη ζωή του
!!!
Η αρχή είχε ήδη γίνει, όταν φεύγοντας από το Στρατόπεδο για τον Σταθμό
Διοικήσεως διασταυρώθηκε με μερικούς χωριανούς εφέδρους που πήγαιναν
βιαστικοί να καταταγούν. Τον χαιρέτησαν με αστεία λέγοντας «εδώ είμαστε
κι εμείς».
Πιο κάτω ήταν οι αποθήκες πυρομαχικών, που έπρεπε να εκκενωθούν και τα
πυρομαχικά να προωθηθούν ταχύτατα στις θέσεις μάχης. Ήταν η πρώτη
προτεραιότητα και η μεγάλη ανησυχία του Διοικητή.
Και τι βλέπει μόλις φθάνει εκεί !!! Οι δύο αποθηκάριοι, γυμνοί από τη
μέση και πάνω και καταϊδρωμένοι μέσα στον διαβολόκαιρο, να φορτώνουν
πυρομαχικά με μία απίστευτη και πεισματώδη ταχύτητα, βοηθούμενοι όχι
μόνο από τον οδηγό και τον συνοδηγό του συγκεκριμένου οχήματος, αλλά και
των άλλων οχημάτων που κατέφθαναν διαδοχικά για φόρτωση. Μόνοι τους,
χωρίς επίβλεψη Αξιωματικού. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Ο Λοχίας αποθηκάριος
ήταν υπεραρκετός και έδινε το παράδειγμα. Και τα οχήματα έφευγαν
φορτωμένα με μία απρόσμενη συχνότητα.
Ο Διοικητής δεν πρόλαβε καν να μιλήσει !!! Αντί του τυπικού
στρατιωτικού χαιρετισμού, που ήξεραν οι στρατιώτες ότι δεν θα τον
συγκινούσε, ειδικά κάτω από τις συνθήκες αυτές, συνέχισαν ακάθεκτοι τη
φόρτωση και μόνο ο Λοχίας του χαμογέλασε και του είπε : «Μην ανησυχείτε
για μας κύριε Διοικητά ! Εμείς είμαστε καλά και όλα θα γίνουν όπως
πρέπει και στην ώρα τους. Κοιτάξτε καλύτερα τι γίνονται τα παιδιά
μπροστά, μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο που μπλέξαμε !!!».
Χαμογέλασε ικανοποιημένος (και συγκινημένος) ο Διοικητής και συνέχισε το
δρόμο του. Πέρασε από όλες τις θέσεις μάχης και είδε όλους τους
Αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να παλεύουν με πείσμα μέσα στην
καταιγίδα, για να είναι έτοιμοι το ξημέρωμα. Και από παντού έπαιρνε το
ίδιο μήνυμα : «Εμείς εδώ είμαστε εντάξει κύριε Διοικητά. Πιο κάτω
κοιτάξτε να δείτε τι γίνονται !»
Ξημερώνοντας, και πριν επιστρέψει στο Σταθμό Διοικήσεως, πέρασε από το
Στρατόπεδο, για να δει την εξέλιξη της επιστράτευσης. Είχε σχεδόν
ολοκληρωθεί ! Η προσέλευση των ντόπιων εφέδρων ήταν πολύ παραπάνω από
εντυπωσιακή. Πολλοί είχαν φέρει και τα αγροτικά οχήματά τους, μήπως
χρειαστούν, όπως του είπαν.
Μπήκε στο Γραφείο του, για να επικοινωνήσει με τον Ταξίαρχο Διοικητή του νησιού, αλλά τον πρόλαβε εκείνος.
Η διαταγή ήταν σύντομη και σαφής : «Η Μονάδα να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατόν στο Στρατόπεδό της».
Ο Διοικητής δεν πίστευε στ’ αυτιά του !!! Και άρχισε η επιστροφή …
Σκεπτικός και με ανάμεικτα συναισθήματα, κοιτούσε από το Γραφείο του την
πύλη του Στρατοπέδου. Και παρατήρησε ότι οι στρατιώτες που γυρνούσαν,
αντί να φαίνονται ανακουφισμένοι που η σύγκρουση, για την οποία
ετοιμάζονταν τόσο σκληρά, είχε αποφευχθεί, φαίνονταν απογοητευμένοι και
πολλοί ήταν και εκνευρισμένοι.
Πήγε στην πύλη. Και τότε γύρισε ένας στρατιώτης (ένας «μάγκας»
Πειραιώτης, μηχανικός αυτοκινήτων και «παιδί της πιάτσας», από τους
παραπτωματίες της Μονάδας), τον κοίταξε κατάματα και τον ρώτησε :
«Γιατί, κύριε Διοικητά, γυρίσαμε έτσι πίσω ; Μήπως πολεμήσαμε, νικηθήκαμε και δεν το ξέρουμε ;» …
Ο Διοικητής έμεινε άναυδος !!!
Ήξερε ότι η Μονάδα του ήταν καλά εκπαιδευμένη, ότι το ηθικό των αντρών
του ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και ότι το πνεύμα της Μονάδας του ήταν
μοναδικό. Ήταν όλοι μαζί μία φοβερή γροθιά.
Ποτέ δεν πίστευε όμως ότι αυτοί οι άντρες θα τον έκαναν να νοιώσει την
ανάγκη να απολογηθεί απέναντί τους, γιατί δεν πολέμησαν !!!.
Συγκέντρωσε τη Μονάδα του και με δάκρυα στα μάτια τους είπε πόσο μεγάλη
ήταν γι’ αυτόν η τιμή να διοικεί τέτοιους άντρες. Και μετά προσπάθησε να
τους δώσει να καταλάβουν ότι είναι συντεταγμένο στράτευμα μίας
δημοκρατικής χώρας, που υπακούει στα κελεύσματα της εκλεγμένης
Κυβέρνησης, και ότι τελικά σημασία είχε η αποφασιστικότητά τους να
εκτελέσουν το καθήκον τους.
Είναι σίγουρος όμως ότι δεν τους έπεισε. Ήταν φανερό ότι ένα οδυνηρό
«Γιατί ;» είχε παραμείνει να αιωρείται αμείλικτο. Το ένοιωθε άλλωστε και
ο ίδιος !
Η νύχτα εκείνη σημάδεψε τον Αξιωματικό αυτό. Η συμπεριφορά των αντρών
του και τα συναισθήματα που βγήκαν στην επιφάνεια χαράχθηκαν ανεξίτηλα
στη μνήμη και στην ψυχή του.
Και χρόνια μετά, απόστρατος πλέον και βλέποντας μέσα από την ωριμότητά
του την κατάπτωση των αξιών και τη διάλυση των μηχανισμών της πατρίδας,
που έχει προκαλέσει η υστερόβουλη συμπεριφορά των αστράτευτων πολιτικών
μας ταγών, συχνά κλονίζεται και σκέπτεται : «Μα καλά, τι ιδέες και
ιδανικά και για ποιούς υπηρετούσα μία ζωή ;».
Και τότε η ανάμνηση εκείνης της νύχτας τον στηρίζει και του δίνει την απάντηση :
Εκείνους τους υπέροχους Έλληνες και τις οικογένειές τους υπηρετούσε !!!
Τις ιδέες και τα ιδανικά, που τους έσπρωχναν στη συμπεριφορά εκείνης της νύχτας, υπηρετούσε !!!
Και που είναι και δικές του ιδέες και ιδανικά. Άλλωστε ήταν ένας απ’ αυτούς !!!
Ευστράτιος Ουζούνογλου
Ταξίαρχος ε.α.
ΠΗΓΗ